- κομόωντες
- κομάωlet the hair grow longpres part act masc nom/voc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρηκομόωντες — οι (Α καρηκομόωντες και κάρη κομόωντες) νεοελλ. ειρωνική λόγια απόδοση τού «μαλλιαροί», δηλ. δημοτικιστές αρχ. (στον Όμ. μτχ. τού άχρ. ρ. καρηκομάω) 1. (για τους Αχαιούς) αυτοί που έχουν μακριά και πυκνή κόμη 2. μτφ. κωμ. επίθ. για τους αχινούς,… … Dictionary of Greek
АБАНТЫ — • Άβαντες, по предположению некоторых новых ученых, народ ионийского происхождения, а по Аристотелю (Strab. 445) фракийцы, переселившиеся из Фокиды на Эвбею и давшие свое имя древнейшим обитателям этого острова, а отсюда (Hdt. 1, 146) … Реальный словарь классических древностей
κομώ — (I) κομῶ, άω, ιων. τ. έω (Α) [κόμη] 1. έχω μακριά μαλλιά («ἀνὴρ ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι, γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν», ΚΔ) 2. φέρομαι αλαζονικά, μεγαλοφρονώ, υπερηφανεύομαι («κἀγὼ μὲν τοιοῡτος ἀνήρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ», Αριστοφ.) 3. (για… … Dictionary of Greek